καταρτίζεσθε

καταρτίζεσθε
καταρτίζω
adjust
pres imperat mp 2nd pl
καταρτίζω
adjust
pres ind mp 2nd pl
κατᾱρτίζεσθε , καταρτίζω
adjust
imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic)
καταρτίζω
adjust
pres imperat mp 2nd pl
καταρτίζω
adjust
pres ind mp 2nd pl
καταρτίζω
adjust
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
καταρτίζω
adjust
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοιπόν — (AM λοιπόν, Μ και λοιπός) (άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”